- σιχαμός
- οσιχασιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιχαμός — και συχαμός, ο, Ν 1. σιχαμάρα, σιχασιά, αηδία, αποστροφή 2. σιχαμερό πράγμα ή άτομο, σίχαμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιχαίνομαι + κατάλ. μός (πρβλ. πεθα μός)] … Dictionary of Greek
αηδισμός — ἀηδισμός, ο (Α) [ἀηδίζω] αηδία, σιχαμός … Dictionary of Greek
συχαμός — ο, Ν βλ. σιχαμός … Dictionary of Greek